- ομφαλόψυχος
- ο (Μ ὀμφαλόψυχος)συν. στον πληθ. ο ομφαλόψυχοςεκκλ. σκωπτική ονομασία με την οποία οι πολέμιοι τού ησυχασμού χαρακτήριζαν τους ησυχαστές μοναχούς τού 14ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ψυχος (< ψυχή)].
Dictionary of Greek. 2013.