ομφαλόψυχος

ομφαλόψυχος
ο (Μ ὀμφαλόψυχος)
συν. στον πληθ. ο ομφαλόψυχος
εκκλ. σκωπτική ονομασία με την οποία οι πολέμιοι τού ησυχασμού χαρακτήριζαν τους ησυχαστές μοναχούς τού 14ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ψυχος (< ψυχή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλοψυχίτης — ο (Μ ὀμφαλοψυχίτης) [ομφαλόψυχος] ομφαλόψυχος, ομφαλοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοσκόπος — ο 1. αυτός που ατενίζει εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του με σκοπό να έλθει σε κατάσταση έκστασης 2. ομφαλόψυχος 3. μτφ. αυτός που έχει μοιρολατρική αδράνεια, που από οκνηρία σκέψεως ή νωθρότητα δεν καταβάλλει την απαιτούμενη ενέργεια για …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοψυχισμός — ο η διδασκαλία τών ομφαλοψύχων, καθώς και η κατάσταση έκστασης στην οποία περιέπιπταν με την εντατική προσήλωση τού βλέμματός τους στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλόψυχος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”